Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΤΟ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΘΟΥΣΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΚΑΙ ΣΤΙΣ 2Ο ΜΑΪΟΥ 2012 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΓΙΝΕ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΟΣΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΠΟΥ ΕΙΔΗ ΕΧΕΙ ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΝΑΖΙΑΝΖΟΥ κκ.ΘΕΟΔΩΡΙΤΟΝ .
ΑΚΟΛΟΥΘΟ  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 









Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΩΝ

Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Μανώλη
Προϊσταμένου Ἱεροῦ Βυζαντινοῦ Ναοῦ Προφήτου Ήλιού Θεσσαλονἰκης



Τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι Ψυχοσάββατο, δηλαδή “μνεία πάντων τῶν ἀπ’αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς Χριστιανῶν”. Τό ἐσπέρας τῆς Παρασκευῆς καί τό πρωί τοῦ Σαββάτου, πλῆθος λαοῦ, προσέρχεται εἰς τούς κοιμητηριακούς ἢ ἐνοριακούς Ναούς. Ἐκεῖ ψάλλεται ὁ νεκρώσιμος κανόνας καί τό μνημόσυνο “ὃ οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν” ὑπέρ πάντων τῶν “ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν”. Πρός τιμήν τους προσκομίζουν οἱ πιστοί κόλλυβα. Τό ἒθιμο τῶν κολλύβων εἶναι πάρα πολύ παλαιό. Οἱ ρίζες του χάνονται στίς πρό Χριστοῦ ἐποχές.

Τά κόλλυβα εἶναι σιτάρι βρασμένο. Ἒχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ἢ πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ἀνάσταση. Ὃπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στή γῆ, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ὡραιότερος, ἒτσι καί τό νεκρό σώμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στή γῆ, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά ἀναστηθῇ καί πάλι ἂφθαρτο, ἒνδοξο καί αἰώνιο. Αὐτήν τήν εἰκόνα μᾶς δίδει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, καθώς καί ὁ Χριστός γιά τήν Ἀνάστασή Του. “Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει˙ ἐάν δέ ἀποθάνῃ πολύν καρπόν φέρει”.(Ἰω. 12,24).

Δυστυχῶς, ἡ οὐσιαστική αὐτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, τόσο ἀπό λειτουργική ὃσο καί ἀπό σωτηριολογική ὁπτική, τά τελευταῖα χρόνια ἒχει ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά ἀπαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου. Ὁ χαρακτήρας τῶν κολλύβων ἒχει ἀπό πολλούς ἀλλοιωθεῖ μέ τήν ἀνοχή, ἀλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τῶν ὑπευθύνων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, πού χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή ἀπό αὐτήν τῆς παραδόσεως. Ἒτσι δυστυχῶς παρουσιάζεται μιά εἰκόνα κωμικοτραγική, πού οὐδόλως συνάδει μέ τό πνεῦμα καί τή σημασία τοῦ Σαββάτου τῶν ψυχῶν.

Ἀντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ὁ Ἱερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, ἕως φροῦτα ἐποχῆς ἀπό τόν μανάβη, τά ἐποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εἰκόνα ἀπρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολῆς πρός τήν μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Οἱ γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, ἀλλά ἒξω, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ἀκολουθία.

Εἶναι παράξενο, σέ μιά ἐποχή πού οἱ νοικοκυρές, καταφέρνουν νά παρασκευάσουν τά πιό πολύπλοκα γλυκά, νά μήν ἒχουν διάθεση νά βράσουν λίγο στάρι, γιά νά τιμήσουν τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἡ ἐτοιμασία τῶν κολλύβων ἀποτελεῖ ἓνα εὐλογημένο ἐργόχειρο πρός ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σέ συνδυασμό μέ τήν μονολόγιστη εὐχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων κατά τήν προετοιμασία τῶν κολλύβων, ὃπως καί κατά τό ζύμωμα προσφόρου γιά τήν Θεία Λειτουργία, βοηθοῦν πολύ στήν ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς. Μέ αὐτόν τόν τρόποτιμᾶται ἡ παράδοση καί ἐπισφραγίζεται τό νόημα μέ τό ὁποῖο περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία τό εὐλογημένο Ψυχοσάββατο.



Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο καταλληλότερος άνθρωπος για να μας διηγηθεί τα συμβάντα γύρω από την Αλωση αλλά και από τις τελευταίες ώρες του τελευταίου Αυτοκράτορά μας σίγουρα δεν είναι άλλος παρά ένας από τους αξιωματούχους που στάθηκαν και πολέμησαν πλάι του μέχρι την τελευταία ώρα...
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής. Εχασε την οικογένειά του κατά την Αλωση και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους....
Διαβάστε απόσπασμα από το χρονικό του:
 
Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα, έσφιξαν την καρδιά τους, αγκα­λιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παι­διά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθε­λαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνη­σε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους. Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρή­νους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τεί­χη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρα­τούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτά­σαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβή­καμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κο­ντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθε­ση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.

Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επί­θεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύ­τερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότε­ρο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ρι­χτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πό­λεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκο­νταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέ­φοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκη­τικές τους μηχανές. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρα­τόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
 
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλ­πιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φω­νές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιά­κοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παρα­θαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έρι­χναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις ε­χθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμέ­νους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλε­βόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή α­ντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κά­νουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυ­λής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν. Ποιος μπο­ρεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Με­ρικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους ε­χθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νι­κήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους τωνάλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».

Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί­πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
 
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα­λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ­ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί­ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα­σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ­βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού:
 
«Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα».
Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.


Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε­σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ­μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα­σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί­ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
 
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα­λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό­σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του.
 
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι­ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γεν­ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά­χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
 
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι­νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχει­ρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να πε­ριγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατού­σαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικό­νες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιε­ρέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κει­μήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
 
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Α­γίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τρά­πεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέ­λες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκ­κλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλε­παν.Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρό­μους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φό­νοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέ­τρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
 
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διά­φορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πα­τριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προη­γούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν έ­νας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χει­ροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννά­διο.
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να χα­ρίζουν στο νέο πατριάρχη μια χρυσή ράβδο στο­λισμένη με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, καθώς και ένα άλογο με πολυτελή βασιλική σέλα και κάλυμμα από άσπρο και χρυσό ύφασμα. Ο πατριάρχης έβγαινε από τα ανάκτορα μαζί με όλα τα μέλη της συγκλήτου και πήγαινε στο πα­τριαρχείο κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
Η χειροτονία του γινόταν από τους αρχιερείς, ό­πως όριζε η Εκκλησία και ο νόμος. Ο μελλοντικός πατριάρχης έπαιρνε τη ράβδο από τα χέρια του αυτοκράτορα με τον τρόπο που αναφέρουμε στη συνέχεια.

Ο αυτοκράτορας καθόταν στο θρόνο, οι συγκλητικοί στέκονταν γύρω του ασκεπείς και ο μέγας πρωτοπαπάς του παλατιού άρχιζε την τε­λετή με το «Ευλογητός ο Θεός». Ύστερα έλεγε μια σύντομη ευχή και ο μεγάλος δομέστικος έψελνε το «Όπου γαρ βασιλέως παρουσία». Ο λαμπαδάριος και η χορωδία συνέχιζαν με το «Νυν και αεί» και το «Ο βασιλεύς των ουρανών». Όταν τελείωνε και αυτό το τροπάριο, ο αυτοκράτορας σηκωνόταν κρατώντας τη ράβδο στο δεξί του χέρι. Ο υποψή­φιος πατριάρχης πλησίαζε με το μητροπολίτη Καισαρείας στα δεξιά του και το μητροπολίτη Ηράκλειας στα αριστερά, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά σε όλους και μετά πλησίαζε τον αυτοκρά­τορα για να προσκυνήσει, όπως ήταν η συνήθεια. Ο αυτοκράτορας ύψωνε λίγο τη ράβδο και έλεγε: «Η Αγία Τριάς, η την εμήν βασιλείαν δωρησαμένη, προχειρίζεταί σε εις πατριάρχην Νέας Ρώ­μης». Ο νέος πατριάρχης έπαιρνε την εκκλησια­στική εξουσία από τον αυτοκράτορα, τον οποίο ευχαριστούσε, και οι δύο χορωδίες έψελναν τρεις φορές το «Εις πολλά έτη, δέσποτα». Με τον τρόπο αυτό τελείωνε η τελετή. Ύστερα, κρατώντας κηροπήγια με λαμπάδες, ο πατριάρχης κατέβαινε από το διβάμβουλο στο προαύλιο του παλατιού και ανέβαινε στο άλογο το οποίο περίμενε στολισμέ­νο.
Θέλοντας λοιπόν και ο αχρείος σουλτάνος να κάνει, σαν βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης, ό,τι έκαναν οι χριστιανοί αυτοκράτορες, προσκά­λεσε τον πατριάρχη να καθίσει, να φάει και να συζητήσει μαζί του. Μόλις εκείνος έφτασε στο παλάτι του, τον δέχτηκε με μεγάλη τιμή, συζήτησε μαζί του πολλή ώρα και του έδωσε αμέτρητες υ­ποσχέσεις. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, ο σουλτά­νος έβγαλε μια πολύτιμη ποιμαντορική ράβδο και τον παρακάλεσε να τη δεχτεί σαν δώρο. Ύστερα, θέλοντας και μη, ο πατριάρχης κατέβηκε μαζί του στην αυλή, όπου τον ανέβασε σε ένα άλογο που περίμενε έτοιμο και έδωσε εντολή στους άρχοντες της Αυλής του να τον συνοδέψουν με όλες τις τιμές. Πραγματικά οι αυλικοί, άλλοι μπροστά και άλλοι πίσω από τον πατριάρχη, τον συνόδε­ψαν μέχρι το σεπτό Αποστολείο, το οποίο είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος για πατριαρχείο. Ο ά­θλιος όμως κράτησε τον περίλαμπρο ναό της Α­γίας Σοφίας, το υπέροχο κειμήλιο, τον επίγειο ου­ρανό και θαύμα της ανθρωπότητας, για να τον χρησιμοποιήσει σαν τόπο του δικού του προσκυνήματος.
Όπως είπαμε προηγουμένως, ο θαυματουργός ναός των Βλαχερνών είχε πυρποληθεί. Ο πατριάρχης όμως έμεινε λίγο καιρό στο Αποστολείο επειδή σ' εκείνα τα μέρη είχαν απο­μείνει ελάχιστοι χριστιανοί και επιπλέον φοβόταν μήπως του συμβεί κανένα κακό μέσα στην ερημιά, αφού μια μέρα κάποιος αγαρηνός βρέθηκε σκοτω­μένος στο προαύλιο της εκκλησίας. Γι' αυτούς τους λόγους ζήτησε το μοναστήρι της Παμμακάρι­στου, το οποίο του δόθηκε για πατριαρχείο, δεδο­μένου ότι εκεί ζούσαν αρκετοί χριστιανοί. Έδωσε λοιπόν εντολή να μεταφερθούν οι μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Προφήτη και Προδρόμου Ιωάννη που βρισκόταν στα ανάκτορα του Τρού­λου, όπου είχε γίνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύ­νοδος στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β' του Ρινοτμήτου. Εκείνη την εποχή ο Τρούλος ήταν ένα λαμπρό παλάτι στο βόρειο μέρος της Παμμακαρίστου.
Ο ασεβέστατος και εξολοθρευτής των χριστια­νών σουλτάνος, πονηρός και πανούργος σαν αλε­πού, δεν τα έκανε όλα αυτά από ευλάβεια ή από καλοσύνη, αλλά για να ακούσουν οι χριστιανοί τις υποσχέσεις του και να έρθουν να κατοικήσουν στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε ερημωθεί από το μακρόχρονο πόλεμο και προπάντων μετά την κατάληψη της από τους Τούρκους. Πραγματι­κά, μερικοί χριστιανοί ξαναγύρισαν στην πόλη, ενώ μετά από λίγο έφερε και αρκετούς αποίκους (που ονομάζονται σεργούνηδες στα τουρκικά) από τον Καφά της Τραπεζούντας, τη Σινώπη και το Ασπρόκαστρο. Έδωσε επίσης στον πατριάρχη ο­ρισμένα γραπτά διατάγματα με τη σουλτανική σφραγίδα και την υπογραφή του, ούτως ώστε κανένας να μην τον ενοχλεί ή να του φέρνει αντιρρή­σεις. Με τα διατάγματα αυτά ο πατριάρχης θα έμενε για πάντα ανενόχλητος, αφορολόγητος και ασφαλισμένος από κάθε κίνδυνο, τόσο ο ίδιος όσο και οι διάδοχοί του, καθώς και οι υπόλοιποι ιερείς που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του.
 

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

 

 

 

Η πραγματική δόξα

Στο ιερό Ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ακούμε ένα τμήμα της λεγομένης αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας· μιας προσευχής συγκλονιστικής που έκανε ο Κύριος μπροστά στους μαθητές του τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ. Εκεί στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά το Μυστικό Δείπνο ο Κύριος, αφού ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, είπε:
Πάτερ, ήλθε η ώρα να θυσιασθώ για τη σωτηρία του κόσμου. Δέξου τη θυσία μου αυτή και δόξασε τον Υιό σου, για να Σε δοξάσει και ο Υιός σου· για να λυτρώσει όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν και να τους προσφέρει την αιώνια ζωή. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι πιστοί Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό και εμένα που με έστειλες στον κόσμο. Εγώ Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία που θα προσφέρω σε λίγο πάνω στο σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω. Και τώρα που θα φύγω από τον κόσμο αυτό, δόξασέ με και ως άνθρωπο εσύ, Πάτερ, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος.
Μέσα στη συγκλονιστική αυτή αρχιερατική προσευχή ακούμε τον Κύριο πολλές φορές να μιλάει για τη δόξα του. Σε ποια όμως δόξα αναφέρεται; Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, ο Κύριος αναφέρεται στη δόξα της σταυρικής του θυσίας που θα ακολουθήσει. Βέβαια ο Κύριος δοξάστηκε και με τα εκπληκτικά θαύματά του, με την αγία ζωή του, με την απαράμιλλη διδασκαλία του, με την Ανάστασή του και την Ανάληψή του.
Όμως η μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου μας δεν πραγματοποιήθηκε σ’ αυτές τις στιγμές του θριάμβου, αλλά στις τραγικότερες και πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Ο Κύριός μας ανήλθε στην κορυφή του μεγαλείου του όταν ανυψώθηκε στην κορυφή του Γολγοθά και αποκάλυψε στους ανθρώπους το ανυπέρβλητο ύψος της αρετής του. Μιας αρετής που ακτινοβόλησε στον ουρανό, στη γη και τα καταχθόνια. Διότι ο Κύριός μας πάνω στο σταυρό αποκάλυψε στο μεγαλύτερο βαθμό την τέλεια αγάπη του για τα πλάσματά του. Εκεί στην τρομερή αγωνία του Πάθους έδειξε τη βασιλική του μεγαλειότητα. Με ανεξικακία και υπομονή δοκίμασε όχι μόνο τους αφόρητους πόνους του μαρτυρίου, αλλά και σήκωσε με εγκαρτέρηση το αβάστακτο βάρος των αμαρτιών μας. Ο σταυρός του έγινε το υψηλότερο βήμα της ανθρωπότητας, που διακηρύττει μία δόξα άφθαστη.
Σε τέτοιου είδους δόξα όμως ο Κύριος καλεί και όλους εμάς. Διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι για τη δόξα. Δυστυχώς όμως αναζητούμε την καταξίωσή μας σε λάθος δρόμο: στη ματαιότητα, στα τάλαντα, στην εξουσία, στην αναγνώριση. Αυτή όμως η κοσμική καταξίωση είναι ψεύτικη, φευγαλέα. Η αληθινή δόξα βρίσκεται στο δρόμο της θυσίας, στην κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου μας. Υψωνόμαστε όταν θυσιαζόμαστε· όταν υπομένουμε πειρασμούς, περιφρονήσεις, συκοφαντίες, αδικίες· όταν ξέρουμε να συγχωρούμε και να ευεργετούμε· όταν σταυρώνουμε καθημερινά τον εαυτό μας και τα πάθη του.

Η ενότητα των πιστών

Στην συνέχεια της αρχιερατικής του προσευχής ο Κύριος προσεύχεται για τους μαθητές του και για όλους του πιστούς. Πάτερ άγιε, λέει, εγώ φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους που μου εμπιστεύθηκες. Απεκάλυψα σ’ αυτούς τις αλήθειες που μου έδωσες. Και αυτοί δέχθηκαν τον λόγο σου και πίστεψαν ότι όλα όσα έχω από Σένα προέρχονται και ότι εγώ από Σένα γεννήθηκα. Τη στιγμή αυτή Σε παρακαλώ για εκείνους που μου έδωσες. Εγώ δεν θα είμαι πλέον σωματικώς στον κόσμο. Αυτοί όμως θα είναι. Όσο ήμουν μαζί τους τους φύλαξα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική σου δύναμη, ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους. Να είναι ενωμένοι, όπως κι εμείς είμαστε ένα.
Στο δεύτερο αυτό τμήμα της αρχιερατικής προσευχής του ο Κύριος προσεύχεται για όλους τους μαθητές του, ώστε να έχουν μεταξύ τους ενότητα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του Κυρίου κατά τη συγκλονιστική αυτή ώρα. Να μένουμε όλοι οι πιστοί ενωμένοι μαζί του και μεταξύ μας μέσα στην αγία του Εκκλησία. Και γιατί το επιθυμεί αυτό ο Κύριος τόσο πολύ; Διότι γνώριζε ότι οι αιρετικοί ως λύκοι άγριοι θα ορμήσουν να καταπληγώσουν το σώμα της και θα το κομματιάσουν. Και προσεύχεται για την ενότητα των πιστών, διότι γνωρίζει ότι όταν οι Χριστιανοί χάσουν την ενότητα της πίστεως, χάνουν και τη Χάρη του Θεού, συγκεκριμένα ότι όλοι οι αιρετικοί, Παπικοί, Προτεστάντες και τόσοι άλλοι, δεν είναι μέλη της μίας αγίας Εκκλησίας, και γι’ αυτό δεν έχουν τη Χάρη του Θεού, δεν έχουν πραγματικά Μυστήρια, δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αλλά είναι αιρετικές ομάδες. Όλοι αυτοί έχουν απομακρυνθεί από τον Χριστό και την αλήθεια του. Και δεν μπορούν να φθάσουν στον αγιασμό και στη θέωση έξω από τη μία αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία.
Την αλήθεια αυτή τη γνώριζαν πολύ καλά οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Γι’ αυτό και πολέμησαν δυναμικά τον αιρεσιάρχη Άρειο. Διότι κατανοούσαν ότι όποιος δεν είναι ενωμένος με την Εκκλησία, είναι στην πλάνη, είναι στο σκοτάδι, είναι επικίνδυνος. Αυτή την παρακαταθήκη άφησαν και σε μας: να μένουμε άρρηκτα ενωμένοι με τον Χριστό μας και την Εκκλησία του. Διότι ή είσαι ενωμένος με τον Χριστό και ανήκεις στη μία αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία ή είσαι αιρετικός, οπότε είσαι εκτός της Εκκλησίας. Ξεκάθαρα πράγματα!

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

«Λόγος περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 
 
 
 
(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)
Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.
Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.
Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποῦ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι᾿ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλ. β´ 8-11).
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποῦ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ᾿ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α´ Πέτρ. β´ 21).
Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ᾿ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατὶ τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ᾿ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.
Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ᾿ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα». (Ἐφ. α´ 20).
Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι᾿ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκ. κδ´ 50). Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τη λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.
Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατὶ δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση. Τὴν διπλῆ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατὶ νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα - φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατὶ εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ᾿ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατὶ κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατὶ καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατὶ τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ᾿ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.
Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ´ 30). Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιών, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α´ Θεσ. δ´ 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῷο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Με όλη μας την αγάπη και την συμπαράσταση στα παιδιά της ενορίας μας που ξεκινουν αυριο τις εξετασεις τους...


Γράμμα προς τον υποψήφιο των πανελληνίων εξετάσεων

Αγαπητέ φίλε,
Μου είπαν ότι έχεις έντονο άγχος καθώς ευρίσκεσαι στο τελικό στάδιο πρίν τις εξετάσεις. Ότι έχεις μεταπτώσεις στην συναισθηματική σου κατάσταση. Άλλοτε νιώθεις ήσυχος και σίγουρος και άλλοτε τα νιώθεις μαύρα – δύσκολα – ακατόρθωτα και νιώθεις τις προσπάθειές σου περιττές. Ότι άλλοτε κάνεις αστεία, λες και δεν υπάρχει πρόβλημα, και άλλοτε το πιο μικρό αστείο που θα σου κάνουν είναι ικανό να σε κάνει να θέλεις να διαλύσεις τα πάντα…
Μαθαίνω ότι οι δικοί σου προσπαθούν να σου συμπαρασταθούν και άλλοτε τα καταφέρνουν, άλλοτε πάλι καταφέρνουν το αντίθετο, καθώς ανησυχώντας οι ίδιοι, προσπαθούν να σε πείσουν να μην ανησυχείς…Καθώς σε κοιτάζουν με βλέμμα πικραμένο ή φοβισμένο, όπως όταν έχει αρρωστήσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο.
Ότι όταν διαβάζεις πολύ, σου λένε ότι πρέπει να βγείς έξω, να ξεσκάσεις, αλλά όταν βγαίνεις έξω, σε κοιτάζουν ανήσυχα μήπως και έχεις παραιτηθεί…
Μου ζήτησαν λοιπόν επειδή συνεργάζομαι με τους εφήβους και τις οικογένειές τους, να γράψω κάτι που να μπορεί να βοηθήσει…
Λοιπόν θα είμαι ξεκάθαρος, όπως πρέπει να είσαι, όταν αναφέρεσαι στην ζωή.
Το άγχος, η αγωνία, η ανησυχία, η ανασφάλεια, η αποσταθεροποίηση, η ξενοιασιά, ο εκνευρισμός, ο φόβος, όλα αυτά τελοσπάντων όχι μόνο δεν είναι αρνητικά στοιχεία στην πορεία σου, αλλά αντιθέτως αποτελούν αποδείξεις οτί είσαι ζωντανός, υγιής και υπεύθυνος…
Ένας υγιής άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε μία εσωτερική διεργασία, όταν θέτει στόχους, όταν δίνει εξετάσεις (οποιουδήποτε είδους εξετάσεις), όταν ανοίγεται, τότε είναι φυσιολογικό να αναρωτιέται… Είναι η ανάληψη της ευθύνης της ελευθερίας του που τον δυσκολεύει…
Είναι ωραίο το να έχεις ένα σκοπό και να τον παλεύεις. Τότε είσαι και νιώθεις ζωντανός. Στην διάρκεια του αγώνα, αν είσαι φυσιολογικός θα αναρωτηθείς και για το εάν θα τα καταφέρεις. Θα αναρωτηθείς και για το εάν αξίζει τόσος κόπος. Για το εάν είναι αυτός που σου ταιριάζει ή ακόμα και αν στην πραγματικότητα είναι δικός σου στόχος ή κάποιοι άλλοι σου τον έχουν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα…
Όμως όλα αυτά δεν είναι αδυναμία. Δεν αποτελούν προδοσία. Είναι η ευκαιρία του να επαναδιαβεβαιώσεις και να επαναπροσδιορίσεις τον στόχο σου. Είναι το τίμημα της ελευθερίας. Και όταν ακόμη κλείνεις τα αυτιά σου και δεν ασχολείσαι με τέτοια ερωτήματα και αυτό υγεία είναι, καθώς γνωρίζεις οτι η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, δεν θα σημαίνει τον τελικό προσδιορισμό , αλλά αντίθετα να σου επιτρέψεις να θέσεις και άλλους στόχους στην συνέχεια…
Ένας αθλητής που τρέχει 100 m, δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Συγκεντρώνεται, παίρνει μία ανάσα και τρέχει δίχως να γυρίσει να δεί δίπλα του ή μέσα του, τι συμβαίνει. Ένας μαραθωνοδρόμος όμως, καθώς τρέχει σκέφτεται, ξανασκέφτεται , ιδρώνει, εξαντλείται, αναρωτιέται για τις δυνάμεις του, για την επάρκειά της προπόνησής του, για τις δυνατότητές των αντιπάλων του, για το εάν θα πρέπει τώρα ή αργότερα να δώσει όλες του τις δυνάμεις. Αναρωτιέται ακόμα και για το εάν το να τρέχεις Μαραθώνιο είναι η καλύτερη επιλογή ή άν θα έπρεπε να ασχολείται με κάτι άλλο. Και καθώς αναρωτιέται τρέχει…Και δεν πρόκειται βέβαια για κάποιον αδύναμο άνθρωπο, γιατί τότε δεν θα μπορούσε να τρέχει Μαραθώνιο…
Είναι η μακρά επίπονη και απαιτητική διαδικασία του Μαραθώνιου που θέτει ερωτήματα. Και εσύ φίλε μου δεν τρέχεις 100 m. Μαραθώνιο τρέχεις και σου αξίζει το χειροκρότημα μου, όπως και να νιώθεις.
Σου εύχομαι να πετύχεις, αλλά όχι μόνο σε μία σχολή ή σε μία καλή σχολή, αλλά σε κάτι περισσότερο. Στο να υπερασπίζεις τις επιλογές σου και ταυτόχρονα να τις διευρύνεις…
Δημήτρης Καραγιάννης

Πηγή : Το Ζωντανό Ιστολόγιο

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2012



Θέλω να δω τον Θεό ΤΩΡΑ!
Ο Ιησούς αφού κουράστηκε από τη πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ. Η ώρα ήταν περίπου 12 το μεσημέρι.
Έρχεται μία γυναίκα από την πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, για να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δώσ’ μου να πιω. Οι μαθητές του εν τω μεταξύ είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Η γυναίκα του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτιδα. Πώς μπορείς να ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις που είμαι γυναίκα και μάλιστα Σαμαρείτιδα; Οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες», Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τι δώρο ετοιμάζει ο Θεός για τους ανθρώπους και ποιος είναι αυτός που σου λέει τώρα δώσ’ μου να πιω, τότε ΕΣΥ θα του ζητούσες ζωντανό νερό και θα σου το έδινε». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν το έχεις το τρεχούμενο νερό; Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος μας έδωσε το πηγάδι από το οποίο έπινε αυτός και οι γιοι του και τα ζώα του;» της απάντησε ο Ιησούς: «Αυτός που θα πιει από αυτό το νερό θα διψάσει πάλι, αυτός όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά αυτό το νερό θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας.»
Εδώ, καταλαβαίνουμε την αγαθή προαίρεση της γυναίκας. Η σκηνή που εδώ έχουμε, έχει ως εξής. Μια γυναίκα, προφανώς όμορφη, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παρακάτω, καθώς είχε πολλούς συζύγους- εραστές, βλέπει έναν νεαρό άνδρα από μια φυλή που κορόιδευε και υποτιμούσε την φυλή της, να της ζητάει να του δώσει νερό. Δεν του αρνείται εκφράζοντας κακία και προκατάληψη, όπως πάρα πολλοί άνθρωποι θα έκαναν, απλά, έχει μια επιφυλακτική στάση, μια απορία, απέναντι σε έναν υποτιθέμενο εχθρό και του την εκφράζει. Πώς μπορεί ένας εχθρός να της μιλάει, και μάλιστα ενώ είναι γυναίκα; Και για να καταλάβουμε καλύτερα αυτό με την γυναίκα, απλά αναφέρουμε, πως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε ούτε μάρτυρες σε δικαστήριο, η γνώμη τους δεν μετρούσε. Αντί όμως ο Χριστός να της δώσει μια εξήγηση πάνω σε αυτό το πολύ λογικό που τον ρώτησε, της δίνει μια απροσδόκητη απάντηση, που πολλούς από εμάς θα μας είχε κάνει έξαλλους, και θα μας οδηγούσε στο να εκφράσουμε διάφορες απαξιωτικές φράσεις π.χ καλά λένε όλοι οι Ιουδαίοι ίδιοι είναι, περίμενες εσύ καλό από Εβραίο, κ.λ.π κ.λ.π.
Η απάντηση του Ιησού μεταφερμένη στη σύγχρονη φρασεολογία, ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ: "Ξέρεις ΠΟΙΟΣ είμαι εγώ!!!! Αν ήξερες, ΕΣΥ θα μου ζητούσες να σου δώσω να πιεις".
Η γυναίκα βλέπει πως δεν έχει κουβά ο νεαρός αυτός, και παρόλα αυτά, αντί να αρχίσει να σκέφτεται διάφορα κακά, (όπως μήπως αυτός ο νεαρός άντρας έχει κακό σκοπό, τι μπορεί να θέλει άλλωστε ένας νεαρός άντρας από μια νεαρή γυναίκα στην ερημιά, που ταυτόχρονα κάνει και τον έξυπνο) και ενώ η λογική της τίθεται σε πολύ έντονη δοκιμασία, μιας και βλέπει ότι αυτός ο νεαρός δεν έχει καν κουβά, παρ' όλη την μεγάλη δοκιμασία της αγαθής της προαίρεσης αλλά και της λογικής της, αυτή δίνει βάση στα λόγια του, τον εμπιστεύεται και πολύ απλά θέλει να μάθει περισσότερα για αυτόν τον ξένο. Του λέει λοιπόν η γυναίκα: «Κύριε, δώσ’ μου από αυτό το νερό, ώστε να μη διψώ και να έρχομαι εδώ πέρα για να αντλώ νερό». Της λέει ο Ιησούς: «Πήγαινε και φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». Ζητά λοιπόν η γυναίκα νερό. Τον εμπιστεύεται. Όπως βέβαια καταλαβαίνουμε από τους συμβολισμούς που υπάρχουν στην διήγηση, η γυναίκα ζητά στην ουσία να έρθει σε επικοινωνία, να δει το Θεό! Και τι της λέει ο Χριστός; Κάτι εντελώς τρελό!!!! Της λέει, όπως θα μπορούσαμε να το λέγαμε σήμερα. "Τιιι, θέλεις να δεις το Θεό; Μάαααλιστα... Για πήγαινε σε παρακαλώ και φώναξε τον άντρα σου!" Εντελώς τρελή απάντηση, που πολλούς εμάς θα μας έκανε να πούμε: "Καλά το κατάλαβα πως με κορόιδευες από την αρχή. Εγώ σε εμπιστεύτηκα, νερό σου ζήτησα, δηλ. να δω το Θεό σου ζήτησα και αντί να μου πεις ένα ναι ή ένα όχι σε αυτό που σου ζήτησα, εσύ μου λες διάφορες σαχλαμάρες. Δεν ξανασχολούμαι μαζί σου!!!!" Είπαμε όμως. Η γυναίκα αυτή έχει αγαθή προαίρεση. Και όχι μόνο αυτό. Έχει και κάτι άλλο. Έχει και μετάνοια. Δεν του επιτέθηκε λέγοντας του "Καλά μας κοροϊδεύεις, τι τον θέλεις τον σύντροφο μου; Με εμένα μιλάς, σου ζήτησα κάτι και εσύ μου λες άλλα αντί άλλων."
"Αντί να πει, πως ναι, θα τον φωνάξει ή ότι δεν μπορεί να έρθει γιατί εργάζεται και διάφορα άλλα, αποκαλύπτει σε έναν ξένο, που κανονικά δεν θα έπρεπε να τον εμπιστεύεται καθόλου, αυτό που το θεωρούσε βάρος και αμαρτία της, όπως ακριβώς πρόσταζε η θρησκεία της και όχι τα πολλά πάθη της." Δεν του είπε τα άλλα ωραία και όμορφα και χιλιοειπωμένα περί ανάγκης ύπαρξης της αγάπης και όλα τα άλλα είναι περιττά, περί του δικαιώματος του καθενός να κάνει ότι θέλει στην ιδιωτική του ζωή και άλλα διάφορα. Αντί να του πει έστω ένα ψέμα, ώστε να καλυφθεί και να προστατευθεί από έναν ξένο που ρωτάει αδιάκριτα πράγματα, τι έκανε; Του απάντησε η γυναίκα: «Δεν έχω άντρα». Να λοιπόν και η ταπείνωση. Για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις την αδυναμία σου και τα λάθη σου, απαιτείται και ταπείνωση.
Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες ότι δεν έχεις άντρα. Πέντε είχες μέχρι τώρα και αυτός που τώρα έχεις δεν είναι δικός σου άντρας. Αλήθεια είπες.»
Τι έγινε εδώ λοιπόν; Ένας άνθρωπος, μέσα στα πάθη του και την πνευματική του τύφλωση ζητά πράγματα μεγάλα. Ζητά να δει το Θεό. Πολλοί δεν λένε, να κατέβει ο Θεός κάτω, να τον δω, να τον γνωρίσω προσωπικά και κατόπιν να τον πιστέψω! Και τι απαντά ο Θεός; Με πολύ έμμεσο και ευγενικό τρόπο, της δίνει την ευκαιρία να εξομολογηθεί, αφού πρώτα είδαμε έμπρακτα την μετάνοια. Είναι σαν να της έλεγε συγκαλυμμένα. "Πολύ ευχαρίστως, θέλω να σου φανερωθώ, αλλά για το δικό σου πνευματικό συμφέρον, φρόντισε πρώτα σε παρακαλώ να αναγνωρίσεις τα λάθη σου. Γιατί αλλιώς θα πέσεις σε πολλή μεγάλη υπερηφάνεια και θα καταστραφείς πνευματικά. Αναγνώρισε τα λάθη σου σε παρακαλώ. Δεν θα σε εξευτελίσω, ξεμπροστιάζοντας σε και αποκαλύπτοντας τα χωρίς εσύ να το θέλεις. Εγώ το μόνο που θέλω, είναι ΕΣΥ να θέλεις να τα αναγνωρίσεις, και να θελήσεις να τα κόψεις. Τα άλλα, άσε τα, είναι δική Μου δουλειά. Τα ξέρω όλα, παντογνώστης είμαι.
Της αποκαλύπτεται λοιπόν ο Χριστός μερικώς, ΜΟΝΟΝ όταν είδε ότι είχε αυτές τις πολύ απλές προϋποθέσεις. Δεν τον ανακάλυψε η γυναίκα με την εξυπνάδα της και την καπατσοσύνη της. Της αποκαλύφθηκε μερικώς ο ίδιος ο Θεός. Και τι έγινε; Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι είσαι προφήτης εσύ. Οι προπάτορες μας λάτρεψαν το Θεό σ’ αυτό το βουνό (το Γαριζίν). Εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». Άραγε, αν υποθέσουμε ότι ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας, ένας προφήτης, ένα μέντιουμ, ένας αστρολόγος που μπορεί και αποκαλύπτει σίγουρα το μέλλον και έχουμε μόνο μια ερώτηση. Τι θα τον ρωτούσαμε;" Οι απαντήσεις βέβαια ποικίλλουν αναλόγως της ηλικίας του καθενός και των προβλημάτων. Ένας βαριά ασθενής θα ρωτούσε πότε θα πεθάνει, οι ερωτευμένοι θέλουν να μάθουν τι θα γίνει τελικά με τη σχέση τους. Στην προκειμένη περίπτωση, τι έχουμε; Έχουμε μια γυναίκα που έχει αν μη τι άλλο έχει καταταλαιπωρηθεί στον ερωτικό τομέα. Και αυτός ο τομέας δεν ήταν παίξε γέλασε εκείνη την εποχή. Μπορούσε να σου κοστίσει και την ίδια σου τη ζωή, με θάνατο δια λιθοβολισμού, αν συνέβαινε ένα παραστράτημα, όπως έγινε στην περίπτωση μας. Και τι ζήτησε η γυναίκα; Κάτι απροσδόκητο!!! Καλλιέργησε την αγαθή της προαίρεση, μετανόησε, ταπεινώθηκε, εξομολογήθηκε, καθάρισε την καρδιά της, τώρα σειρά έχει ο Θεός. Η μετάνοια της λοιπόν είναι γνήσια, έχει αποκοπεί από τα σαρκικά και κοσμικά, το μόνο που την ενδιαφέρει πραγματικά είναι ο Θεός. Και ζητά να μάθει σχετικά.
Της λέει ο Ιησούς: «Πίστεψε με γυναίκα, είναι κοντά ο καιρός, που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σε αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς προσκυνάτε αυτό που δεν γνωρίζετε, εμείς προσκυνάμε αυτό που γνωρίζουμε. Η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους. Αλλά έρχεται ώρα, ήδη ήλθε, που όσοι πραγματικά λατρεύουν θα λατρέψουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός. Όταν έρθει εκείνος θα μας τα εξηγήσει όλα». Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι, εγώ που σου μιλάω αυτή την στιγμή». Είδαμε λοιπόν, ότι η γυναίκα, είχε όλες τις προϋποθέσεις, ώστε να συναντηθεί με το Θεό. Και ο Θεός, ούτε τη σιχάθηκε γιατί ζούσε στην αμαρτία, ούτε την αποστράφηκε, γιατί ήταν από άλλο έθνος, δηλαδή μακριά από το Θεό. Όχι. Και της αποκαλύφθηκε πλήρως. Και εκείνη την ώρα ήλθαν και οι μαθητές του Ιησού και απόρησαν πολύ γιατί μιλούσε με γυναίκα. Και κανείς δεν τόλμησε να του πει τι ζητάς ή τι θέλεις με αυτή την γυναίκα.
Αγαθή προαίρεση, μετάνοια, εξομολόγηση και καθαρισμός της καρδιάς. Μπορούμε να τα καλλιεργήσουμε; Αν ναι, τότε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος του Κυρίου μας: «Εκείνος που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπάει· και εκείνος που με αγαπάει, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου· και εγώ θα τον αγαπήσω, και σ' αυτόν θα φανερώσω τον εαυτό μουΙω, 14:21